ξαπολ(ν)ώ

ξαπολ(ν)ώ
ξαπολ(ν)ώ και ξαπολύνω ξαπόλυσα, ξαπολύθηκα, ξαπολυμένος
1. εξαπολύω, ξαμολάω.
2. το μέσ., ξαπολ(υ)ιέμαι ξεκινώ, ορμώ: Στα βουνά που ξαπολιούνται οι βρύσες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”